- σέσκουλο
- Λέγεται και σέσκλο (βέτα η κοινή). Φυτό (ποικιλία ράπα, μορφή σίκλα) της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι λαχανικό πολύ διαδομένο μοιάζει πολύ με το φυτό του τεύτλου, αλλά έχει φύλλα εδώδιμα, πολύ πλατιά, με μεσαία νεύρωση χοντρή, σαρκώδη, και τρυφερή, λευκή ή πορφυρένια. Τρώγονται συνήθως βραστά με σέλινα. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο την άνοιξη. Ευδοκιμεί σε χωράφια γόνιμα και δροσερά.
To σέσκλο (βέτα η κοινή), πολύ διαδομένο λαχανικό, που ευδοκιμεί σε γόνιμα και δροσερά χωράφια, έχει πλατειά φύλλα με χοντρή σαρκώδη νεύρωση.
* * *και σέσκλο και σεύκλο και σήσκλο, το, Νβοτ. κοινή ονομασία ποικιλιών τού φυτού βέτα (ή μπέτα) η κοινή, οι οποίες έχουν προκύψει από επιλογή και καλλιεργούνται για τα πλούσια και υπερτροφικά φύλλα τους, τα οποία τρώγονται μαγειρεμένα ως λαχανικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σέσκουλο και σέσκλο έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό από τους διαλ. τ. σεύκουλο / σεύκλο(ν) και φέσκλο (με αντιμετάθεση τών -φ- και σ- από το σεύκλο). Ο διαλ. τ. σεύκλο(ν), εξάλλου, έχει προέλθει από το αρχ. σεῦτλον, ιων. τ. τού τεῦτλον*, με τροπή τού -τλ- σε -κλ-, ενώ ο τ. σεύκουλο με ανάπτυξη ευφωνικού -ου- μεταξύ τών -κ- και -λ-].
Dictionary of Greek. 2013.